- νυκτοπότιον
- νυκτο-πότιον, τό,A night-cup, Sm.1 Ki. 26.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νυκτοπότιον — νυκτοπότιον, τὸ (Α) ποτό που πίνεται τη νύχτα, νυχτερινό ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ποτόν] … Dictionary of Greek
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek